ακροθίνιον

ακροθίνιον
ἀκροθίνιον, το και ἀκροθίνια ή ἀκρόθινα, τα (Α)
1. το ανώτερο ή καλύτερο μέρος από έναν σωρό
2. τα πρώτα γεννήματα τού αγρού, οι απαρχές
3. το καλύτερο μέρος τών λαφύρων που προσφέρονταν στους θεούς
4. φρ. «ἀκρόθινα πολέμου» — οι Ολυμπιακοί αγώνες, επειδή ιδρύθηκαν με λάφυρα που κερδήθηκαν στον πόλεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + θίς «σωρός».
ΠΑΡ. αρχ. ἀκροθινιάζομαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀκροθίνιον — ἀκροθ̱ίνιον , ἀκροθίνιον topmost neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρόθινα — ἀκροθίνιον topmost neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακροθινιάζομαι — ἀκροθινιάζομαι (Α) [ἀκροθίνιον] διαλέγω για τον εαυτό μου το ανώτερο, το καλύτερο μέρος από κάτι …   Dictionary of Greek

  • ακρόθις — ἀκρόθις ( ινος), η (Α) το ἀκροθίνιον* …   Dictionary of Greek

  • ακρόλειον — ἀκρόλειον, το (Α) το ακροθίνιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + λεία] …   Dictionary of Greek

  • θινίον — θινίον, τὸ (Α) 1. (υποκορ. τού θις) βλ. θίνα 2. σχηματισμένο ως ετυμολογία τού ακροθίνιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θις, θιν ός + υποκορ. καταλ. ίον, πρβλ. βιβλ ίον, σωμάτ ιον] …   Dictionary of Greek

  • κἀκροθίνια — ἀκροθ̱ίνια , ἀκροθίνιον topmost neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀκροθίνια — ἀκροθ̱ίνια , ἀκροθίνιον topmost neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροθινίοις — ἀκροθ̱ινίοις , ἀκροθίνιον topmost neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροθινίων — ἀκροθ̱ινίων , ἀκροθίνιον topmost neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”