- ακροθίνιον
- ἀκροθίνιον, το και ἀκροθίνια ή ἀκρόθινα, τα (Α)1. το ανώτερο ή καλύτερο μέρος από έναν σωρό2. τα πρώτα γεννήματα τού αγρού, οι απαρχές3. το καλύτερο μέρος τών λαφύρων που προσφέρονταν στους θεούς4. φρ. «ἀκρόθινα πολέμου» — οι Ολυμπιακοί αγώνες, επειδή ιδρύθηκαν με λάφυρα που κερδήθηκαν στον πόλεμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + θίς «σωρός».ΠΑΡ. αρχ. ἀκροθινιάζομαι].
Dictionary of Greek. 2013.